ὕσταται

ὕσταται
ὕστατος
fem nom/voc pl
ὕστερος
latter
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὕστατ' — ὕστατα , ὕστατος neut nom/voc/acc pl ὕστατε , ὕστατος masc voc sg ὕσταται , ὕστατος fem nom/voc pl ὕστατα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστατε , ὕστερος latter masc voc sg ὕσταται , ὕστερος latter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανάγω — (Α ἐξανάγω) [ανάγω] ναυτ. 1. οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά 2. παθ. εξανάγομαι αποπλέω, βγαίνω στ ανοιχτά, ξανοίγομαι στο πέλαγος (α. «ἡνίκα ἐξανηγόμην ἐγώ», Θουκ. β. «πεντεκαίδεκα δὲ τῶν νεῶν τούτων ἔτυχόν τε ὕσταται πολλὸν ἐξαναχθεῑσαι», Ηρόδ.) αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”